πλειστόμβροτος

πλειστόμβροτος
πλειστόμβροτος, -ον
1 crowded with people

ἑορτὰν πλειστόμβροτον O. 6.69


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλειστόμβροτος — crowded with people masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστόμβροτος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί μβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • πλειστόμβροτον — πλειστόμβροτος crowded with people masc/fem acc sg πλειστόμβροτος crowded with people neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”